- καταγνυπούμαι
- καταγνυποῡμαι, -όομαι (Α)1. είμαι ασθενής, είμαι άτονος2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) κατεγνυπωμένωςμε οκνηρία, τεμπέλικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γνυποῦμαι (< γνύπων «εξασθενημένος» < γόνυ «γόνατο»)].
Dictionary of Greek. 2013.